ισοπλατής

ισοπλατής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει ίδιο πλάτος με κάποιον άλλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἰσοπλατής — equal in breadth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοπλατής — ες (Α ἰσοπλατής, ές) ίσος κατά το πλάτος με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πλατής (< πλάτος), πρβλ. ετερο πλατής, ομοιο πλατής] …   Dictionary of Greek

  • ἰσοπλατῆ — ἰσοπλατής equal in breadth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοπλατής equal in breadth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοπλατής equal in breadth masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπλατεῖς — ἰσοπλατής equal in breadth masc/fem acc pl ἰσοπλατής equal in breadth masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπλατές — ἰσοπλατής equal in breadth masc/fem voc sg ἰσοπλατής equal in breadth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισόπλατος — ἰσόπλατος, ον (Μ) ισοπλατής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πλάτος] …   Dictionary of Greek

  • ισόπλατυς — ἰσόπλατυς, υ (Α) ισοπλατής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πλατύς] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπλατής — ὁμοιοπλατής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο πλάτος, ισοπλατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πλατής (< πλάτος), πρβλ. ισο πλατής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”